εὐίατος

εὐίατος
εὐίᾱτος , εὐίατος
easy to heal
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευίατος — η, ο (ΑΜ εὐίατος, ον, Α ιων. τ. εὐίητος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι] …   Dictionary of Greek

  • εὐιατότερον — εὐιᾱτότερον , εὐίατος easy to heal adverbial comp εὐιᾱτότερον , εὐίατος easy to heal masc acc comp sg εὐιᾱτότερον , εὐίατος easy to heal neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐιατοτέρα — εὐιᾱτοτέρᾱ , εὐίατος easy to heal fem nom/voc/acc comp dual εὐιᾱτοτέρᾱ , εὐίατος easy to heal fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐιατοτέρας — εὐιᾱτοτέρᾱς , εὐίατος easy to heal fem acc comp pl εὐιᾱτοτέρᾱς , εὐίατος easy to heal fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐιατότατον — εὐιᾱτότατον , εὐίατος easy to heal masc acc superl sg εὐιᾱτότατον , εὐίατος easy to heal neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐίατον — εὐίᾱτον , εὐίατος easy to heal masc/fem acc sg εὐίᾱτον , εὐίατος easy to heal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάκεστος — εὐάκεστος, ον (Α) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν άκεστος] …   Dictionary of Greek

  • ευαλθής — εὐαλθής, ές (Α) 1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος 2. αυτός που θεραπεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσ αλθής, ωμ αλθής] …   Dictionary of Greek

  • ευκολογιάτρευτος — η, ο αυτός που γιατρεύεται, που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος …   Dictionary of Greek

  • ιατός — ή, ό (ΑΜ ἰατός, ή, όν) ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε τος τού ρ. ιάομαι, ώμαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”